φθαρτολάτρης

φθαρτολάτρης
ὁ, Μ
1. αυτός που λατρεύει τα φθαρτά πράγματα
2. στον πληθ. οἱ φθαρτολάτραι
εκκλ. οι φθαρτοδοκητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + λάτρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”